Το natto είναι ένα παραδοσιακό ιαπωνικό τρόφιμο που παρασκευάζεται από φασόλια σόγιας που έχουν υποστεί ζύμωση. Σε πολλά ιαπωνικά σπίτια, ανοίγοντας το ψυγείο, θα βρεις σίγουρα τη διάσημη αυτή υπερτροφή αλλά σύμφωνα με διαδικτυακή έρευνα στην Ιαπωνία μόλις το 62% το απολαμβάνει και δεν το καταναλώνει μόνο για τα διατροφικά του οφέλη. Είναι κάτι αντίστοιχα συνηθισμένο με το γιαούρτι ή το τυρί στα σπίτια του Δυτικού κόσμου. Υπάρχει μάλιστα η άποψη ότι ένα πακέτο natto την ημέρα, κρατά το θάνατο πιο πέρα, κάτι σαν τη δική μας αντίστοιχη παροιμία με το μήλο.
Όπως δείχνουν οι έρευνες, τα τρόφιμα με σόγια που έχουν υποστεί ζύμωση είναι λιγότερο πιθανό να χάσουν θρεπτικά συστατικά κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας, κάτι που θεωρείται ένας από τους λόγους για τη σαφή συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης natto και του μειωμένου κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων. Αυτά τα θρεπτικά συστατικά περιέχουν άφθονη πρωτεΐνη, σίδηρο και διαιτητικές ίνες, οι οποίες έχουν θετικές επιπτώσεις στην αρτηριακή πίεση και το βάρος. Το Nattō μπορεί ακόμη και να βοηθήσει τους ανθρώπους να αισθάνονται και να φαίνονται νεότεροι. Μία μερίδα (περίπου 40-50 γραμμάρια) διαθέτει υψηλά επίπεδα βιταμίνης Κ και μπορεί να βοηθήσει και στην πρόληψη της οστεοπόρωσης. Το Nattō είναι επίσης γεμάτο βιταμίνη Β6 και βιταμίνη Ε, η οποία ενισχύει τον κύκλο εργασιών των κυττάρων και επιβραδύνει τη γήρανση του δέρματος.
Βέβαια, τα φασόλια σόγιας που έχουν υποστεί ζύμωση ήταν αναπόσπαστο μέρος της ιαπωνικής διατροφής πολύ πριν γίνουν κατανοητά τα διατροφικά τους οφέλη. Η ιστορία της συγκεκριμένης υπερτροφής τη θέλει να εμφανίζεται γύρω στο 700, που έγινε δημοφιλής τόσο στους αριστοκράτες όσο και στους πολεμιστές της χώρας. Την περίοδο Kamakura (1192-1333) έγινε επίσης ιδιαίτερα διάσημη, μαζί με το τόφου, στη χορτοφαγική κουζίνα που εξελίχθηκε παράλληλα με τον Βουδισμό.
Για την παρασκευή του natto προτιμώνται τα μικρότερα φασόλια σόγιας, καθώς επιτρέπουν στη διαδικασία ζύμωσης να μπορεί να προχωρήσει στο κέντρο του φασολιού πιο εύκολα. Τα φασόλια πλένονται και μουλιάζονται σε νερό για 12 έως 20 ώρες για να αυξηθεί το μέγεθός τους. Στη συνέχεια μαγειρεύονται στον ατμό για έξι ώρες, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί χύτρα ταχύτητας για να μειωθεί ο χρόνος. Τα φασόλια στη συνέχεια αναμειγνύονται με το βακτήριο Bacillus subtilis, γνωστό ως nattō-kin στα ιαπωνικά. Από αυτό το σημείο και μετά, πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε το μείγμα να διατηρείται σε καθαρό περιβάλλον, μακριά από βακτήρια. Το μείγμα ζυμώνεται στους 40 °C για διάρκεια έως και 24 ώρες. Στη συνέχεια, το natto ψύχεται και ωριμάζει στο ψυγείο έως και μία εβδομάδα για να αποκτήσει ελαστική υφή.
Συνήθως καταναλώνεται ως πρωινό, αλλά συχνά χρησιμοποιείται και μέσα σε διάφορες συνταγές. Λόγω αυτής της χαρακτηριστικής μυρωδιάς του που θυμίζει πικάντικο παλαιωμένο τυρί, πολλοί το καταναλώνουν μαζί με ρύζι και αυγό ή με ρύζι και topping από σάλτσα σόγιας ή μουστάρδα καράσι. Συχνά προστίθενται και άλλα συστατικά όπως κρεμμύδι ή kimchi. Θα το συναντήσει κανείς επίσης μέσα σε sushi (nattōmaki), σε toast (nattō toast), σε σούπα miso, σε tamagoyaki (ιαπωνική ομελέτα), σε σαλάτες, αλλά και ως συστατικό σε okonomiyaki, chahan ή ακόμα και μαγειρεμένο με noodles. Για όσους πάλι δεν αγαπούν τη μυρωδιά και την υφή του, το “dried natto” και το “fried natto” είναι δύο παραλλαγές που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1990 και διαθέτουν πιο ελαφριά μυρωδιά και λιγότερο κολλώδη υφή, καθιστώντας ευκολότερη την κατανάλωσή του.